Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η διοίκηση δεν έχει καταρχήν υποχρέωση να ανακαλεί τις όποιες πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής τους ή έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς, ακόμη και αν είναι παράνομες.
Η υπαγωγή σε νόμους αυθαιρέτων είναι ευμενής διοικητική πράξη, διότι επιτρέπει εξαίρεση από την κατεδάφιση και νομιμοποίηση, κατόπιν καταβολής των προβλεπόμενων εκ της νομοθεσίας προστίμων.Αντίστοιχα, η οικοδομική άδεια είναι παράνομη και ανακλητή και όταν η έκδοσή της στηρίχθηκε σε στοιχεία, τα οποία επικαλέσθηκε ή προσκόμισε ο αιτούμενος την έκδοσή της και αποδεικνύονται εκ των υστέρων αντικειμενικώς ανακριβή, συνέπεια δε της ανακρίβειας της είναι ότι η άδεια εξεδόθη επί τη βάσει διατάξεων, της οποίες δεν θα μπορούσε νομίμως να στηριχθεί η έκδοσή της, αν δεν υπήρχε η ανακρίβεια (ΣτΕ 1223/2004). Η σκέψη αυτή παραβάλλεται με το εδώ κρίσιμο πεδίο των δηλώσεων υπαγωγής αυθαιρέτων σε σχετικούς νόμους.
Επίσης, με την 2210/2020 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι η επέλευση των προβλεπόμενων στον Ν. 4178/2013 συνεπειών, ενεργοποιούμενη με την υποβολή της σχετικής αίτησης – δήλωσης υπαγωγής στο νόμο και την καταβολή του σχετικού προστίμου και παράβολου εκ μέρους του ενδιαφερομένου, καθίσταται επιτρεπτή από την αποδοχή της αιτήσεως εκ μέρους της Διοίκησης, η αποδοχή δε αυτή, παρ’ ότι δεν εκδηλώνεται κατά τρόπο ρητό και πανηγυρικό, πρέπει να θεωρηθεί ότι παρεμβάλλεται μεταξύ, αφενός, της αίτησης – δήλωσης υπαγωγής και, αφετέρου, της ενεργοποιήσεως του ευνοϊκού καθεστώτος του Ν. 4178/2013. Συνεπώς, η αποδοχή της δήλωσης και του σχετικού αιτήματος που αυτή περιέχει, προερχόμενη από τη Διοίκηση, ισοδυναμεί με εκτελεστή διοικητική πράξη, υποκείμενη σε αίτηση ακυρώσεως (βλ. ΣτΕ 419/2021).
Κατά της ανάκλησης υπαγωγής, χωρεί διοικητική προσφυγή και ύστερα αίτηση ακυρώσεως. Η προσφυγή όμως θα πρέπει να προβλέπεται στο σώμα της ανακλητικής πράξης για να είναι υποχρεωτική.